- μυριοστημόριο
- το (Α μυριοστημόριον)το μυριοστό, δηλαδή το ένα δεκάκις χιλιοστό ενός πράγματοςνεοελλ.(γενικά) πάρα πολύ μικρό τμήμα, ελάχιστο μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοστός + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριο, τεταρτη-μόριο). To -η- οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων -ο-].
Dictionary of Greek. 2013.